- τιθασεύτωρ
- τῐθᾰσ-εύτωρ, ορος, ὁ, poet. for τιθασευτής, Opp.C.2.543.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθασεύτωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τιθασευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθασεύω + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρεύ τωρ)] … Dictionary of Greek
τιθασεύτορες — τιθασεύτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)